handicapé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʔɑ̃.di.ka.pe/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | handicapé | handicapés |
θηλυκό | handicapée | handicapées |
handicapé (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | handicapé | handicapés |
θηλυκό | handicapée | handicapées |
handicapé (fr)
- o ανάπηρος