Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιορισμένος η περιορισμένη το περιορισμένο
      γενική του περιορισμένου της περιορισμένης του περιορισμένου
    αιτιατική τον περιορισμένο την περιορισμένη το περιορισμένο
     κλητική περιορισμένε περιορισμένη περιορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιορισμένοι οι περιορισμένες τα περιορισμένα
      γενική των περιορισμένων των περιορισμένων των περιορισμένων
    αιτιατική τους περιορισμένους τις περιορισμένες τα περιορισμένα
     κλητική περιορισμένοι περιορισμένες περιορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιορισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου περιορίζω

  Μετοχή επεξεργασία

περιορισμένος αρσενικό, περιορισμένη θηλυκό, περιορισμένο ουδέτερο

  1. που έχει περιοριστεί
  2. που είναι πιο λίγος ή κατώτερος απ’ το κανονικό ή το απαραίτητο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία