limité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- limité < limiter
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | limité | limités |
θηλυκό | limitée | limitées |
limité (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | limité | limités |
θηλυκό | limitée | limitées |
limité (fr) αρσενικό ή θηλυκό