illimité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illimité | illimités |
θηλυκό | illimitée | illimitées |
illimité (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illimité | illimités |
θηλυκό | illimitée | illimitées |
illimité (fr)