απεριόριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απεριόριστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααπεριόριστος -η -ο
- που είναι χωρίς περιορισμούς, χωρίς όρια που συγκρατούν ή περικλείουν
- άφθονος, πάρα πολύς
απεριόριστος -η -ο