Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απεριόριστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απεριόριστ
ος
η
απεριόριστ
η
το
απεριόριστ
ο
γενική
του
απεριόριστ
ου
της
απεριόριστ
ης
του
απεριόριστ
ου
αιτιατική
τον
απεριόριστ
ο
την
απεριόριστ
η
το
απεριόριστ
ο
κλητική
απεριόριστ
ε
απεριόριστ
η
απεριόριστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απεριόριστ
οι
οι
απεριόριστ
ες
τα
απεριόριστ
α
γενική
των
απεριόριστ
ων
των
απεριόριστ
ων
των
απεριόριστ
ων
αιτιατική
τους
απεριόριστ
ους
τις
απεριόριστ
ες
τα
απεριόριστ
α
κλητική
απεριόριστ
οι
απεριόριστ
ες
απεριόριστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απεριόριστος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
απεριόριστος
-η -ο
που είναι χωρίς
περιορισμούς
, χωρίς
όρια
που συγκρατούν ή περικλείουν
άφθονος
, πάρα πολύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απεριόριστος
αγγλικά
:
unlimited
(en)
γαλλικά
:
illimité
(fr)
ισπανικά
:
ilimitado
(es)
,
total
(es)
ρωσικά
:
безграничный
(ru)