Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
unlimited
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
unlimited
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
απεριόριστος
⮡
He has
unlimited
resources.
Έχει
απεριόριστα
μέσα.
Πηγές
επεξεργασία
unlimited
-
Oxford Learner's Dictionaries