borné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- borné < borner
Επίθετο
επεξεργασία
borné (fr)
- περιορισμένος, που εμποδίζεται από κάτι
- (για άτομα) στενόμυαλος
- (μαθηματικά) που έχει ένα όριο (ή και πολλά)