Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
borné
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
borne
Γαλλικά (fr)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
borné
<
borner
Επίθετο
Επεξεργασία
borné
(fr)
περιορισμένος
, που
εμποδίζεται
από κάτι
≠
αντώνυμα
:
étendu
(
για άτομα
)
στενόμυαλος
≠
αντώνυμα
:
intelligent
,
large d'esprit
(
μαθηματικά
) που έχει ένα
όριο
(ή και πολλά)