réduit
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réduit | réduits |
θηλυκό | réduite | réduites |
réduit (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
réduit | réduits |
réduit (fr) αρσενικό
- η αποθήκη
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réduit | réduits |
θηλυκό | réduite | réduites |
réduit (fr)
ενικός | πληθυντικός |
réduit | réduits |
réduit (fr) αρσενικό