Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπηρικό καροτσάκι → δείτε τις λέξεις ανάπηρος και καροτσάκι

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αναπηρικό καροτσάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία