Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καροτσάκι τα καροτσάκια
      γενική
    αιτιατική το καροτσάκι τα καροτσάκια
     κλητική καροτσάκι καροτσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καροτσάκι < καρότσ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾoˈt͡sa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρο‐τσά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καροτσάκι ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • τον πήραν/έβγαλαν έξω καροτσάκι: τον σήκωσαν στα χέρια και τον έβγαλαν έξω δια της βίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία