καροτσάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καροτσάκι | τα | καροτσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καροτσάκι | τα | καροτσάκια |
κλητική | καροτσάκι | καροτσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καροτσάκι < καρότσ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾoˈt͡sa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρο‐τσά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαροτσάκι ουδέτερο
- καρότσι, οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς με 1, 2 ή 4 ρόδες που κινείται ωθούμενο από άνθρωπο ή με ειδικό μηχανισμό
- με μία σχετικά μεγάλη ρόδα, 2 πρόσθετα σημεία στήριξης και μακρές χειρολαβές (για τη μεταφορά φορτίων σε χωράφια ή σε οικοδομές)
- με δύο μικρές ρόδες και πλάτη, κυρίως για μεταφορά δεμάτων ή (μικρο)πραγμάτων
- με 4 μικρές ρόδες και χώρο μεταφοράς από μεταλλικό πλέγμα, για τα ψώνια στο σουπερμάρκετ
- με 4 τροχούς, οριζόντια επιφάνεια και κουκούλα, για μεταφορά βρεφών ή νηπίων
- με 4 τροχούς και κάθισμα, για μεταφορά μικρών παιδιών
- σε σχήμα καρέκλας για τη μεταφορά ασθενών ή αναπήρων, με 2 μεγάλους τροχούς που μπορεί να περιστρέψει με τα χέρια του και ο ίδιος ο μετακινούμενος (αναπηρικό καροτσάκι ή αναπηρική καρέκλα
-
(1)
-
(3)
-
(4)
-
(5)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καρότσα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καροτσάκι
για ψώνια
για μικρά παιδιά