caddie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία- δουλεύω ως αχθοφόρος/μπάτλερ (ενός, των, για) γκόλφερ(ς)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
caddie | caddies |
caddie (fr) αρσενικό
- το καροτσάκι του σουπερμάρκετ