Ουσιαστικό

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Διαφορετικό το caddy: κουτάκι τροφίμων (αρχικά τσαγιού)
  • δουλεύω ως αχθοφόρος/μπάτλερ (ενός, των, για) γκόλφερ(ς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
caddie caddies

caddie (fr) αρσενικό