καρότσι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρότσι | τα | καρότσια |
γενική | του | καροτσιού | των | καροτσιών |
αιτιατική | το | καρότσι | τα | καρότσια |
κλητική | καρότσι | καρότσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καρότσι < καρότσα + υποκοριστικό επίθημα -ι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καρότσι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη καροτσάκι
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καρότσα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καρότσι
|