σουπερμάρκετ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουπερμάρκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική supermarket[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουπερμάρκετ ουδέτερο άκλιτο
- μεγάλο κατάστημα λιανικής πώλησης τροφίμων και ειδών για το σπίτι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σουπερμάρκετ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σουπερμάρκετ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας