Ετυμολογία

επεξεργασία
σουπερμάρκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική supermarket[1]
 
Τμήμα μαναβικής σε σουπερμάρκετ.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουπερμάρκετ ουδέτερο άκλιτο

  • μεγάλο κατάστημα λιανικής πώλησης τροφίμων και ειδών για το σπίτι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία