ενικός         πληθυντικός  
supermarket supermarkets

  Ετυμολογία

επεξεργασία
supermarket < super + market (μαρτυρείται από το 1933)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌsuːpəˈmɑːkɪt/ & /ˌsupɚˈmɑɹkət/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

supermarket (en)