Ετυμολογία

επεξεργασία
σούπερ μάρκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική supermarket

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σούπερ μάρκετ ουδέτερο, άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία