superbazaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superbazaro | superbazaroj |
αιτιατική | superbazaron | superbazarojn |
superbazaro (eo)
- το σουπερμάρκετ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superbazaro | superbazaroj |
αιτιατική | superbazaron | superbazarojn |
superbazaro (eo)