πλέγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλέγμα | τα | πλέγματα |
γενική | του | πλέγματος | των | πλεγμάτων |
αιτιατική | το | πλέγμα | τα | πλέγματα |
κλητική | πλέγμα | πλέγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλέγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλέγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλέγμα ουδέτερο
- οποιοδήποτε δίκτυο (πάσης φύσης) οποιουδήποτε αριθμού διαστάσεων (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
- (μεταφορικά) σύνολο σχέσεων που διαπλέκονται και αλληλοεξαρτώνται
- (ανατομία) δίκτυο αγγείων ή νεύρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλέγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλέγμα < πλέκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλέγμα ουδέτερο
- πλέγμα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλέκω
Πηγές
επεξεργασία- πλέγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλέγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.