kolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkolo (eo)
Κροατικά (hr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | kȍlo | kȍla |
γενική | kȍla | kôlā |
δοτική | kȍlu | kȍlima |
αιτιατική | kȍlo | kȍla |
κλητική | kȍlo | kȍla |
τοπική | kȍlu | kȍlima |
οργανική | kȍlom | kȍlima |
kolo (hr)
Μπαμπάρα (bm)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkolo
- το κόκαλο
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkolo (cs) ουδέτερο
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkolo (fi)