Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rayère rayères

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rayère (fr) θηλυκό

  1. κατακόρυφο στενόμακρο άνοιγμα σε πύργο που επιτρέπει ασφαλή φωτισμό του εσωτερικού του
  2. (τεχνολογία) αγωγός νερού ενός νερόμυλου ή μιας υδρογεννήτριας

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη rai