κατακόρυφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈko.ɾi.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κό‐ρυ‐φος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατακόρυφος | η | κατακόρυφη & κατακόρυφος |
το | κατακόρυφο |
γενική | του | κατακόρυφου & κατακορύφου |
της | κατακόρυφης & κατακορύφου |
του | κατακόρυφου & κατακορύφου |
αιτιατική | τον | κατακόρυφο | την | κατακόρυφη & κατακόρυφο |
το | κατακόρυφο |
κλητική | κατακόρυφε | κατακόρυφη & κατακόρυφε |
κατακόρυφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατακόρυφοι | οι | κατακόρυφες & κατακόρυφοι |
τα | κατακόρυφα |
γενική | των | κατακόρυφων & κατακορύφων |
των | κατακόρυφων & κατακορύφων |
των | κατακόρυφων & κατακορύφων |
αιτιατική | τους | κατακόρυφους & κατακορύφους |
τις | κατακόρυφες & κατακορύφους |
τα | κατακόρυφα |
κλητική | κατακόρυφοι | κατακόρυφες & κατακόρυφοι |
κατακόρυφα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα. Δείτε #σημειώσεις για τη μετακίνηση του τόνου. | ||||||
Κατηγορία όπως «διάδικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κατακόρυφος, -η / -ος, -ο
- (γεωμετρία) που ακολουθεί τη διεύθυνση της βαρύτητας, που είναι κάθετος σε ένα οριζόντιο επίπεδο
- που έχει κατεύθυνση κάθετη προς το έδαφος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- κατακόρυφα (επίρρημα)
- κατακορύφως (επίρρημα παρωχημένο)
ουσιαστικοποιημένα
- η κατακόρυφος
- το κατακόρυφο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατεύθυνση, στη γεωμετρία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατακόρυφος θηλυκό
- (αθλητισμός, γυμναστική άσκηση) τοποθέτηση του σώματος σε θέση κάθετη προς το επίπεδο και με τα πόδια προς τα πάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κατακόρυφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας