perpendicular
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | perpendicular |
συγκριτικός | more perpendicular |
υπερθετικός | most perpendicular |
perpendicular (en)
- (γεωμετρία) κάθετος, που σχηματίζει με μια ευθεία ή με ένα επίπεδο ορθή γωνία
- ⮡ So-and-so road is perpendicular to such-and-such street.
- Ο τάδε δρόμος είναι κάθετος στο δείνα δρόμο.
- ⮡ perpendicular line - κάθετη γραμμή
- ⮡ So-and-so road is perpendicular to such-and-such street.
- ορθογώνιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
perpendicular | perpendiculars |
perpendicular (en)
- (γεωμετρία) η κάθετος, η ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες
Πηγές
επεξεργασία- perpendicular (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- perpendicular (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 395, 423. ISBN 9780194325684., λήμμα: κάθετος, κατακόρυφος