Ετυμολογία

επεξεργασία
vertical < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική vertical < λατινική verticalis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvɜːtɪkəl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός vertical
συγκριτικός more vertical
υπερθετικός most vertical

vertical (en)

  • κατακόρυφος, κάθετος, που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης
    ⮡  vertical cliff/axis - κατακόρυφος βράχος/άξονας
    ⮡  a vertical drop of 100 meters - ένας κατακόρυφος γκρεμός 100 μέτρων
    ⮡  vertical take-off - κάθετη απογείωση
     αντώνυμα: horizontal

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vertical verticals

vertical (en)

  • η κάθετος, η ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες
    ⮡  The wall is off the vertical.
    Ο τοίχος δεν είναι κάθετος.
     συνώνυμα: perpendicular



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɛʁ.ti.kal/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vertical verticaux
θηλυκό verticale verticales

vertical (fr)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία