Ετυμολογία

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός vertical
συγκριτικός more vertical
υπερθετικός most vertical

vertical (en)

  • κατακόρυφος, κάθετος, που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης
      vertical cliff/axis - κατακόρυφος βράχος/άξονας
      a vertical drop of 100 meters - ένας κατακόρυφος γκρεμός 100 μέτρων
      vertical take-off - κάθετη απογείωση
     αντώνυμα: horizontal

Παράγωγα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vertical verticals

vertical (en)

  • η κάθετος, η ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες
      The wall is off the vertical.
    Ο τοίχος δεν είναι κάθετος.
     συνώνυμα: perpendicular