vertical
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vertical < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική vertical < λατινική verticalis
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | vertical |
συγκριτικός | more vertical |
υπερθετικός | most vertical |
vertical (en)
- κατακόρυφος, κάθετος, που έχει διεύθυνση κατακόρυφη προς την επιφάνεια της γης
- ⮡ vertical cliff/axis - κατακόρυφος βράχος/άξονας
- ⮡ a vertical drop of 100 meters - ένας κατακόρυφος γκρεμός 100 μέτρων
- ⮡ vertical take-off - κάθετη απογείωση
- ≠ αντώνυμα: horizontal
Παράγωγα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vertical | verticals |
vertical (en)
- η κάθετος, η ευθεία η οποία, όταν τέμνει μια άλλη ευθεία, σχηματίζει στο σημείο της τομής τέσσερις ορθές γωνίες
- ⮡ The wall is off the vertical.
- Ο τοίχος δεν είναι κάθετος.
- ≈ συνώνυμα: perpendicular
- ⮡ The wall is off the vertical.
Πηγές
επεξεργασία- vertical (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- vertical (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 395, 423. ISBN 9780194325684., λήμμα: κάθετος, κατακόρυφος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɛʁ.ti.kal/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vertical | verticaux |
θηλυκό | verticale | verticales |
vertical (fr)