λοιμογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.moˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λοι‐μο‐γό‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαλοιμογόνος
- (ιατρική) που συμβάλλει στη δημιουργία λοίμωξης, μολυσματικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λοιμογόνος
|