μολυσματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μολυσματικός < μόλυσμα + -τικός < αρχαία ελληνική μόλυσμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.li.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐λυ‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμολυσματικός, -ή, -ό
- που προκαλεί μόλυνση
- που μεταδίδεται με μόλυνση
- ※ Η ευλογιά των πιθήκων, μολυσματική ασθένεια που συνήθως έχει ήπια συμπτώματα, είναι ενδημική σε τμήματα της δυτικής και της κεντρικής Αφρικής. Εξαπλώνεται μέσω της στενής επαφής, κάτι που σημαίνει πως μπορεί να περιοριστεί σχετικά εύκολα, με απομόνωση και τήρηση των κανόνων υγιεινής. (Εφημερίδα των Συντακτών, 22.05.2022)
- ※ ότι οι εθνικές κτηνιατρικές υπηρεσίες έχουν αναλάβει την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη, με τηλεγράφημα, τηλετυπία ή τηλεφωτοτυπία, εντός 24 ορών, την επιβεβαίωση της εμφάνισης οποιασδήποτε μολυσματικής ή μεταδοτικής νόσου των ιπποειδών των πινάκων Α και Β του αρμόδιου κτηνιατρικού οργανισμού (93/195/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 1993 για τους υγειονομικούς όρους και την υγειονομική πιστοποίηση που απαιτούνται για την επανείσοδο εγγεγραμμένων ίππων προοριζόμενων για ιπποδρομίες, διαγωνισμούς και πολιτιστικές εκδηλώσεις μετά από προσωρινή εξαγωγή [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μολυσματικός