ενδημικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδημικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική endémique[1] < αρχαία ελληνική ἐν + δῆμος
Επίθετο
επεξεργασίαενδημικός
- (ιατρική, επιδημιολογία): για κάτι (αρρώστια ή άλλο παθολογικό φαινόμενο) που ενδημεί, τείνει να εμφανίζεται συχνά ή με κάποια μεγάλη διάρκεια σε ένα συγκεκριμένο τόπο
- το AIDS είναι πια δυστυχώς ενδημική ασθένεια σε πολλές χώρες της Αφρικής
- (βιολογία): (για την πανίδα και την χλωρίδα) είδος που συναντάται μόνο σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο, π.χ. νησί.
- παράδειγμα ενδημικού είδους από τον κόσμο των ζώων αποτελεί το γνωστό κρι-κρι, αγριοκάτσικο που συναντάμε μόνο στα ορεινά της Κρήτης (Capra aegagrus cretica).
- κάτι που παρουσιάζεται σε έναν τόπο, μέρος και είναι εγγενές με τον τόπο, μέρος αυτό
- η αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση είναι, εκ πρώτης όψεως, ενδημικού χαρακτήρα με βαθύτερες προεκτάσεις σε όλην τη Μέση Ανατολή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ενδημικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας