ενδημώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδημώ < αρχαία ελληνική ἐνδημέω/ -ῶ
Ρήμα επεξεργασία
ενδημώ
διαμένω στον τόπο μου
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδημώ
|
ενδημώ
διαμένω στον τόπο μου
|