Δείτε επίσης: ἀποδημῶ, απόδημο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποδημώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποδημῶ, συνηρημένος τύπος του ἀποδημέω < ἀπόδημος < ἀπό + δῆμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.ðiˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δη‐μώ
τονικό παρώνυμο: απόδημο
παρώνυμο: αποδομώ

αποδημώ, αόρ.: αποδήμησα/(απεδήμησα) (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φεύγω, για να εγκατασταθώ σε μακρινό τόπο ή ξένη χώρα
    ※  Ένα κοπάδι από χρυσαφένιους φοίνικες αποδημούσε από το βλέμμα του. (Φώτης Θαλασσινός, «Κουλτούρες του πένθους, το πέρασμα στη χαρά». Ελευθεροτυπία, 12 Μαρτίου 2011)
     συνώνυμα: ξενιτεύομαι, μεταναστεύω, ταξιδεύω
  2. (μεταφορικά) φεύγω από τη ζωή
    ※  Ἀπεδήμησε τέλος πάντων ὁ πολυπαθὴς γέρων. (Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ἡ πάπισσα Ἰωάννα, 1866)
     συνώνυμα: πεθαίνω, εκδημώ
    εκφράσεις: αποδημώ εις Κύριον

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις απόδημος και δήμος

  • Ο αόριστος μπορεί να πάρει εσωτερική αύξηση, οπότε γίνεται απεδήμησα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις ξενιτεύομαι και πεθαίνω