ξενιτεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενιτεύομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενιτεύομαι < ελληνιστική κοινή ξενιτεύω (ζω σε ξένο τόπο -ενεργητική φωνή-) < αρχαία σημασία: είμαι μισθοφόρος[1]
Ρήμα
επεξεργασίαξενιτεύομαι, π.αόρ.: ξενιτεύτηκα, μτχ.π.π.: ξενιτεμένος (αποθετικό ρήμα)
- φεύγω για ξένη χώρα για να εγκατασταθώ εκεί για πολύ καιρό ή και για πάντα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ξένος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξενιτεύομαι | ξενιτευόμουν(α) | θα ξενιτεύομαι | να ξενιτεύομαι | ||
β' ενικ. | ξενιτεύεσαι | ξενιτευόσουν(α) | θα ξενιτεύεσαι | να ξενιτεύεσαι | (ξενιτεύου) | |
γ' ενικ. | ξενιτεύεται | ξενιτευόταν(ε) | θα ξενιτεύεται | να ξενιτεύεται | ||
α' πληθ. | ξενιτευόμαστε | ξενιτευόμαστε ξενιτευόμασταν |
θα ξενιτευόμαστε | να ξενιτευόμαστε | ||
β' πληθ. | ξενιτεύεστε | ξενιτευόσαστε ξενιτευόσασταν |
θα ξενιτεύεστε | να ξενιτεύεστε | (ξενιτεύεστε) | |
γ' πληθ. | ξενιτεύονται | ξενιτεύονταν ξενιτευόντουσαν |
θα ξενιτεύονται | να ξενιτεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξενιτεύτηκα | θα ξενιτευτώ | να ξενιτευτώ | ξενιτευτεί | ||
β' ενικ. | ξενιτεύτηκες | θα ξενιτευτείς | να ξενιτευτείς | ξενιτέψου | ||
γ' ενικ. | ξενιτεύτηκε | θα ξενιτευτεί | να ξενιτευτεί | |||
α' πληθ. | ξενιτευτήκαμε | θα ξενιτευτούμε | να ξενιτευτούμε | |||
β' πληθ. | ξενιτευτήκατε | θα ξενιτευτείτε | να ξενιτευτείτε | ξενιτευτείτε | ||
γ' πληθ. | ξενιτεύτηκαν ξενιτευτήκαν(ε) |
θα ξενιτευτούν(ε) | να ξενιτευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξενιτευτεί | είχα ξενιτευτεί | θα έχω ξενιτευτεί | να έχω ξενιτευτεί | ξενιτεμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξενιτευτεί | είχες ξενιτευτεί | θα έχεις ξενιτευτεί | να έχεις ξενιτευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξενιτευτεί | είχε ξενιτευτεί | θα έχει ξενιτευτεί | να έχει ξενιτευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξενιτευτεί | είχαμε ξενιτευτεί | θα έχουμε ξενιτευτεί | να έχουμε ξενιτευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξενιτευτεί | είχατε ξενιτευτεί | θα έχετε ξενιτευτεί | να έχετε ξενιτευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξενιτευτεί | είχαν ξενιτευτεί | θα έχουν ξενιτευτεί | να έχουν ξενιτευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξενιτεμένος - είμαστε, είστε, είναι ξενιτεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξενιτεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξενιτεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξενιτεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξενιτεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξενιτεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξενιτεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενιτεύομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξενιτεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξενιτεύομαι