Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενιτεύομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενιτεύομαι < ελληνιστική κοινή ξενιτεύω (ζω σε ξένο τόπο -ενεργητική φωνή-) < αρχαία σημασία: είμαι μισθοφόρος[1]

ξενιτεύομαι, π.αόρ.: ξενιτεύτηκα, μτχ.π.π.: ξενιτεμένος (αποθετικό ρήμα)

  • φεύγω για ξένη χώρα για να εγκατασταθώ εκεί για πολύ καιρό ή και για πάντα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ξένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

ξενιτεύομαι

  • μέση φωνή του ρήματος ξενιτεύω: πάω μισθοφόρος στρατιώτης
    ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην