αποδημητικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποδημητικός < ελληνιστική κοινή ἀποδημητικός ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) migratoire)< ἀπό + δῆμος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αποδημητικός, -ή, -ό
- που μετακινείται από τον τόπο του, που μεταναστεύει
- (ουσιαστικοποιημένο) αποδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επίθετο
αποδημητικά πουλιά