Δείτε επίσης: ἀπόδημος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόδημος η απόδημη το απόδημο
      γενική του απόδημου της απόδημης του απόδημου
    αιτιατική τον απόδημο την απόδημη το απόδημο
     κλητική απόδημε απόδημη απόδημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόδημοι οι απόδημες τα απόδημα
      γενική των απόδημων των απόδημων των απόδημων
    αιτιατική τους απόδημους τις απόδημες τα απόδημα
     κλητική απόδημοι απόδημες απόδημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόδημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόδημος. Συγχρονικά αναλύεται σε από- + δήμ(ος) (ουσιαστικό) + κατάληξη επιθέτων -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.ði.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐δη‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

απόδημος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και δήμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία