αποδημία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδημία < αρχαία ελληνική ἀποδημία < ἀπόδημος < ἀπό + δῆμος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική migration)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποδημία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποδημώ
- η φυγή από μια χώρα
- η μετακίνηση ζώων ή πτηνών σε μακρινές χώρες για διαχείμαση ή ξεκαλοκαίριασμα
- (λόγιο) ο θάνατος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποδήμηση
- αποδημητής
- αποδημητικά
- αποδημητικός
- αποδημήτρια
- απόδημος
- αποδημώ
- → δείτε τις λέξεις από και δήμος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φυγή από χώρα
θάνατος
|
ιερά αποδημία