εκδημία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδημία | οι | εκδημίες |
γενική | της | εκδημίας | των | εκδημιών |
αιτιατική | την | εκδημία | τις | εκδημίες |
κλητική | εκδημία | εκδημίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκδημία < ελληνιστική κοινή ἐκδημία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἐκδημία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκδημία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδημία
|