Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενιτεμός οι ξενιτεμοί
      γενική του ξενιτεμού των ξενιτεμών
    αιτιατική τον ξενιτεμό τους ξενιτεμούς
     κλητική ξενιτεμέ ξενιτεμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενιτεμός < ξενιτεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενιτεμός αρσενικό

  • η μακρόχρονη διαμονή σε ξένη χώρα, ως αποτέλεσμα οικονομικής ή άλλης ανάγκης
Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός! Του γεμιτζή ξενιτεμός (Αλέξ. Παπαδιαμάντης, "Ο Αμερικάνος"}

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία