ξενιτιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξενιτιά | οι | ξενιτιές |
γενική | της | ξενιτιάς | των | ξενιτιών |
αιτιατική | την | ξενιτιά | τις | ξενιτιές |
κλητική | ξενιτιά | ξενιτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξενιτιά < (ελληνιστική κοινή) ξενιτεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενιτιά θηλυκό
- η ξένη γη, εκεί που κάποιος ξενιτεύεται
- ※ «Ένα παιδί μας αξίωσε ο Θεός να κάνουμε Αναστάση» με λέει «και κείνο μας το πήρε η ξενιτιά. Ανάθεμα τον τόπο μας που δε μπορεί να τρέψει τα παιδιά του (Δημήτριος Βασιλειάδης, Ένας αλλιώτικος κόσμος, Ταξίδι στο Σινσινάτι (Τρίτο τριλογίας) [1])