ξενιτεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ξενιτεμένος, -η, -ο
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξενιεύομαι, ρήμα στην παθητική φωνή
- ※ Ξενιτεμμένο [sic] μου πουλί, και παραπονεμένο, ...
- σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει (δημοτικό τραγούδι, Θεσσαλία, Arnold Passow, Τραγούδια Ρωμαΐικα, Popularia carmina Graeciae recentioris, Teubneri, 1860, σελ. 247 [1])
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ξενιτεμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξενιτεύω