ξενιτεύω
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξενιτεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξενιτεύω < ξένος
Ρήμα
επεξεργασίαξενιτεύω
- (ενεργητική φωνή, μεταβατικό) στέλνω στην ξενιτιά
- (ενεργητική φωνή, αμετάβατο) πηγαίνει στην ξενιτιά
- (μέση φωνή) ξενιτεύομαι μεταναστεύω, αποδημώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι
επεξεργασία- ξενιτεμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ξένος
Πηγές
επεξεργασία- ξενιτεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενιτεύω < ξένος, μορφή κατά το πολιτεύω, πολιτεύομαι[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ξενιτεύομαι ⇒ νέα ελληνικά: ξενιτεύομαι (χωρίς ενεργητική φωνή)
Ρήμα
επεξεργασίαξενιτεύω
- φεύγω να εγκατασταθώ σε έναν ξένο τόπο, ζω σε ξένο τόπο
- ⮡ καὶ τελειωθέντες ξενιτεύουσιν ἡδέως
- (μέση φωνή) → δείτε τη λέξη ξενιτεύομαι: είμαι μισθοφόρος στρατιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ξένος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξενιτεύομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ξενιτεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξενιτεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.