Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενιτεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξενιτεύω < ξένος

  Ρήμα επεξεργασία

ξενιτεύω

  1. (ενεργητική φωνή, μεταβατικό) στέλνω στην ξενιτιά
  2. (ενεργητική φωνή, αμετάβατο) πηγαίνει στην ξενιτιά
  3. (μέση φωνή) ξενιτεύομαι μεταναστεύω, αποδημώ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ξένος

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενιτεύω < ξένος, μορφή κατά το πολιτεύω, πολιτεύομαι[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ξενιτεύομαι νέα ελληνικά: ξενιτεύομαι (χωρίς ενεργητική φωνή)

  Ρήμα επεξεργασία

ξενιτεύω

  1. φεύγω να εγκατασταθώ σε έναν ξένο τόπο, ζω σε ξένο τόπο
    καὶ τελειωθέντες ξενιτεύουσιν ἡδέως
  2. (μέση φωνή) → δείτε τη λέξη ξενιτεύομαι: είμαι μισθοφόρος στρατιώτης

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ξένος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ξενιτεύομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία