πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενισμός οι ξενισμοί
      γενική του ξενισμού των ξενισμών
    αιτιατική τον ξενισμό τους ξενισμούς
     κλητική ξενισμέ ξενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξενισμός αρσενικό

  1. ο μιμητισμός στις ξενικές συνήθεις, στη χρήση ξενικών φράσεων, όρων κ.λπ.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

ξενισμός < ξένος

Ουσιαστικό

επεξεργασία