ξενισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξενισμός | οι | ξενισμοί |
γενική | του | ξενισμού | των | ξενισμών |
αιτιατική | τον | ξενισμό | τους | ξενισμούς |
κλητική | ξενισμέ | ξενισμοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξενισμός < αρχαία ελληνική ξενισμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξενισμός αρσενικό
- ο μιμητισμός στις ξενικές συνήθεις, στη χρήση ξενικών φράσεων, όρων κ.λπ.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ξενισμός < ξένος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξενισμός και ξενοσύνη
- παροχή φιλοξενίας, η υποδοχή ξένου