ξενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενίζω < αρχαία ελληνική ξενίζω (φιλοξενώ) < ξένος
Ρήμα
επεξεργασίαξενίζω παθητική φωνή: ξενίζομαι)
- παραξενεύω, εκπλήσσω
- φαίνομαι ή φέρομαι σαν ξένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξενίζω | ξένιζα | θα ξενίζω | να ξενίζω | ξενίζοντας | |
β' ενικ. | ξενίζεις | ξένιζες | θα ξενίζεις | να ξενίζεις | ξένιζε | |
γ' ενικ. | ξενίζει | ξένιζε | θα ξενίζει | να ξενίζει | ||
α' πληθ. | ξενίζουμε | ξενίζαμε | θα ξενίζουμε | να ξενίζουμε | ||
β' πληθ. | ξενίζετε | ξενίζατε | θα ξενίζετε | να ξενίζετε | ξενίζετε | |
γ' πληθ. | ξενίζουν(ε) | ξένιζαν ξενίζαν(ε) |
θα ξενίζουν(ε) | να ξενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξένισα | θα ξενίσω | να ξενίσω | ξενίσει | ||
β' ενικ. | ξένισες | θα ξενίσεις | να ξενίσεις | ξένισε | ||
γ' ενικ. | ξένισε | θα ξενίσει | να ξενίσει | |||
α' πληθ. | ξενίσαμε | θα ξενίσουμε | να ξενίσουμε | |||
β' πληθ. | ξενίσατε | θα ξενίσετε | να ξενίσετε | ξενίστε | ||
γ' πληθ. | ξένισαν ξενίσαν(ε) |
θα ξενίσουν(ε) | να ξενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξενίσει | είχα ξενίσει | θα έχω ξενίσει | να έχω ξενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξενίσει | είχες ξενίσει | θα έχεις ξενίσει | να έχεις ξενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξενίσει | είχε ξενίσει | θα έχει ξενίσει | να έχει ξενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξενίσει | είχαμε ξενίσει | θα έχουμε ξενίσει | να έχουμε ξενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξενίσει | είχατε ξενίσει | θα έχετε ξενίσει | να έχετε ξενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξενίσει | είχαν ξενίσει | θα έχουν ξενίσει | να έχουν ξενίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαξενίζω < ξένος
Ρήμα
επεξεργασίαξενίζω (ξενίσω, ξενιῶ) και ξενόω