Δείτε επίσης: ξενίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξινίζω < ξινός + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξινίζω, παθ. μτχ.: ξινισμένος

  1. (για τρόφιμο ή ποτό, στο τρίτο πρόσωπο) έχει ξινή γεύση ή έχει χαλάσει, έχει αλλοιωθεί
    Ξύνισε το γάλα
  2. (μεταβατικό) κάνω τη γεύση ξινή
  3. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) δυσαρεστούμαι και το δείχνω, δεν κρύβω την δυσαρέσκειά μου, εκφράζεται στο πρόσωπο ή στη συμπεριφορά μου, γίνομαι με τη σειρά μου δυσάρεστος
     συνώνυμα: στραβομουτσουνιάζω
    Του ζήτησα δυο μέρες άδεια από τις 15 που δικαιούμαι και ξίνισε ο γρουσούζης

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ο ένας της μυρίζει / βρομάει κι ο άλλος της ξυνίζει: είναι ιδιότροπη ή ανικανοποίητη

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία