ξινισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξινισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξινίζω
Μετοχή επεξεργασία
ξινισμένος, -η, -ο
- που έχει ξινίσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξινισμένος
|