γρουσούζης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γρουσούζης | η | γρουσούζα | το | γρουσούζικο |
γενική | του | γρουσούζη | της | γρουσούζας | του | γρουσούζικου |
αιτιατική | τον | γρουσούζη | τη | γρουσούζα | το | γρουσούζικο |
κλητική | γρουσούζη | γρουσούζα | γρουσούζικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γρουσούζηδες | οι | γρουσούζες | τα | γρουσούζικα |
γενική | των | γρουσούζηδων | — | των | γρουσούζικων | |
αιτιατική | τους | γρουσούζηδες | τις | γρουσούζες | τα | γρουσούζικα |
κλητική | γρουσούζηδες | γρουσούζες | γρουσούζικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρουσούζης < γουρσούζης (με αντιμετάθεση) < (άμεσο δάνειο) τουρκική uğursuz & → δείτε τη λέξη γουρσούζης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾuˈsu.zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρου‐σού‐ζης
Επίθετο
επεξεργασίαγρουσούζης, -α, -ικο
- που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, φέρνει γρουσουζιά και κακή τύχη
- κακότροπος, δύστροπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- γκαντέμης
- γκινιαδόρος
- γκινιόζος
- γρουσούζικος
- δίσεχτος
- κακοπίχερος
- κακοπόδαρος
- κακόπραγος
- κακορίζικος
- κακοσήμαδος
- κακοσούρης
- κατσικοπόδης
- καψοκαλύβας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη γούρι