δίσεχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίσεχτος | η | δίσεχτη | το | δίσεχτο |
γενική | του | δίσεχτου | της | δίσεχτης | του | δίσεχτου |
αιτιατική | τον | δίσεχτο | τη | δίσεχτη | το | δίσεχτο |
κλητική | δίσεχτε | δίσεχτη | δίσεχτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίσεχτοι | οι | δίσεχτες | τα | δίσεχτα |
γενική | των | δίσεχτων | των | δίσεχτων | των | δίσεχτων |
αιτιατική | τους | δίσεχτους | τις | δίσεχτες | τα | δίσεχτα |
κλητική | δίσεχτοι | δίσεχτες | δίσεχτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίσεχτος < δίσεκτος με τροπή [kt] > [xt]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.se.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐σε‐χτος
Επίθετο
επεξεργασίαδίσεχτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) άλλη μορφή του δίσεκτος
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δίσεχτος
|