γρουσουζεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γρουσουζεύω < γρουσούζ(ης) + -εύω < τουρκική uğursuz < τουρκική uğur < παλαιά τουρκικά oğur / uğur < πρωτοτουρκική
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣɾu.suˈze.vo/
Ρήμα
επεξεργασίαγρουσουζεύω (παθητική φωνή: γρουσουζεύομαι)
- φέρνω σε κάποιον γρουσουζιά ή κακή τύχη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις γρουσούζης και γούρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γρουσουζεύω | γρουσούζευα | θα γρουσουζεύω | να γρουσουζεύω | γρουσουζεύοντας | |
β' ενικ. | γρουσουζεύεις | γρουσούζευες | θα γρουσουζεύεις | να γρουσουζεύεις | γρουσούζευε | |
γ' ενικ. | γρουσουζεύει | γρουσούζευε | θα γρουσουζεύει | να γρουσουζεύει | ||
α' πληθ. | γρουσουζεύουμε | γρουσουζεύαμε | θα γρουσουζεύουμε | να γρουσουζεύουμε | ||
β' πληθ. | γρουσουζεύετε | γρουσουζεύατε | θα γρουσουζεύετε | να γρουσουζεύετε | γρουσουζεύετε | |
γ' πληθ. | γρουσουζεύουν(ε) | γρουσούζευαν γρουσουζεύαν(ε) |
θα γρουσουζεύουν(ε) | να γρουσουζεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γρουσούζεψα | θα γρουσουζέψω | να γρουσουζέψω | γρουσουζέψει | ||
β' ενικ. | γρουσούζεψες | θα γρουσουζέψεις | να γρουσουζέψεις | γρουσούζεψε | ||
γ' ενικ. | γρουσούζεψε | θα γρουσουζέψει | να γρουσουζέψει | |||
α' πληθ. | γρουσουζέψαμε | θα γρουσουζέψουμε | να γρουσουζέψουμε | |||
β' πληθ. | γρουσουζέψατε | θα γρουσουζέψετε | να γρουσουζέψετε | γρουσουζέψτε | ||
γ' πληθ. | γρουσούζεψαν γρουσουζέψαν(ε) |
θα γρουσουζέψουν(ε) | να γρουσουζέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γρουσουζέψει | είχα γρουσουζέψει | θα έχω γρουσουζέψει | να έχω γρουσουζέψει | ||
β' ενικ. | έχεις γρουσουζέψει | είχες γρουσουζέψει | θα έχεις γρουσουζέψει | να έχεις γρουσουζέψει | ||
γ' ενικ. | έχει γρουσουζέψει | είχε γρουσουζέψει | θα έχει γρουσουζέψει | να έχει γρουσουζέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε γρουσουζέψει | είχαμε γρουσουζέψει | θα έχουμε γρουσουζέψει | να έχουμε γρουσουζέψει | ||
β' πληθ. | έχετε γρουσουζέψει | είχατε γρουσουζέψει | θα έχετε γρουσουζέψει | να έχετε γρουσουζέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν γρουσουζέψει | είχαν γρουσουζέψει | θα έχουν γρουσουζέψει | να έχουν γρουσουζέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γρουσουζεύομαι | γρουσουζευόμουν(α) | θα γρουσουζεύομαι | να γρουσουζεύομαι | ||
β' ενικ. | γρουσουζεύεσαι | γρουσουζευόσουν(α) | θα γρουσουζεύεσαι | να γρουσουζεύεσαι | (γρουσουζεύου) | |
γ' ενικ. | γρουσουζεύεται | γρουσουζευόταν(ε) | θα γρουσουζεύεται | να γρουσουζεύεται | ||
α' πληθ. | γρουσουζευόμαστε | γρουσουζευόμαστε γρουσουζευόμασταν |
θα γρουσουζευόμαστε | να γρουσουζευόμαστε | ||
β' πληθ. | γρουσουζεύεστε | γρουσουζευόσαστε γρουσουζευόσασταν |
θα γρουσουζεύεστε | να γρουσουζεύεστε | (γρουσουζεύεστε) | |
γ' πληθ. | γρουσουζεύονται | γρουσουζεύονταν γρουσουζευόντουσαν |
θα γρουσουζεύονται | να γρουσουζεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γρουσουζεύτηκα | θα γρουσουζευτώ | να γρουσουζευτώ | γρουσουζευτεί | ||
β' ενικ. | γρουσουζεύτηκες | θα γρουσουζευτείς | να γρουσουζευτείς | γρουσουζέψου | ||
γ' ενικ. | γρουσουζεύτηκε | θα γρουσουζευτεί | να γρουσουζευτεί | |||
α' πληθ. | γρουσουζευτήκαμε | θα γρουσουζευτούμε | να γρουσουζευτούμε | |||
β' πληθ. | γρουσουζευτήκατε | θα γρουσουζευτείτε | να γρουσουζευτείτε | γρουσουζευτείτε | ||
γ' πληθ. | γρουσουζεύτηκαν γρουσουζευτήκαν(ε) |
θα γρουσουζευτούν(ε) | να γρουσουζευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γρουσουζευτεί | είχα γρουσουζευτεί | θα έχω γρουσουζευτεί | να έχω γρουσουζευτεί | γρουσουζεμένος | |
β' ενικ. | έχεις γρουσουζευτεί | είχες γρουσουζευτεί | θα έχεις γρουσουζευτεί | να έχεις γρουσουζευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει γρουσουζευτεί | είχε γρουσουζευτεί | θα έχει γρουσουζευτεί | να έχει γρουσουζευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γρουσουζευτεί | είχαμε γρουσουζευτεί | θα έχουμε γρουσουζευτεί | να έχουμε γρουσουζευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε γρουσουζευτεί | είχατε γρουσουζευτεί | θα έχετε γρουσουζευτεί | να έχετε γρουσουζευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γρουσουζευτεί | είχαν γρουσουζευτεί | θα έχουν γρουσουζευτεί | να έχουν γρουσουζευτεί |