jinx
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | jinx |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jinxes |
αόριστος | jinxed |
παθητική μετοχή | jinxed |
ενεργητική μετοχή | jinxing |
jinx (en)
ενεστώτας | jinx |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jinxes |
αόριστος | jinxed |
παθητική μετοχή | jinxed |
ενεργητική μετοχή | jinxing |
jinx (en)