↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρουσουζεμένος η γρουσουζεμένη το γρουσουζεμένο
      γενική του γρουσουζεμένου της γρουσουζεμένης του γρουσουζεμένου
    αιτιατική τον γρουσουζεμένο τη γρουσουζεμένη το γρουσουζεμένο
     κλητική γρουσουζεμένε γρουσουζεμένη γρουσουζεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρουσουζεμένοι οι γρουσουζεμένες τα γρουσουζεμένα
      γενική των γρουσουζεμένων των γρουσουζεμένων των γρουσουζεμένων
    αιτιατική τους γρουσουζεμένους τις γρουσουζεμένες τα γρουσουζεμένα
     κλητική γρουσουζεμένοι γρουσουζεμένες γρουσουζεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

γρουσουζεμένος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία