Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακότροπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακότροπ
ος
η
κακότροπ
η
το
κακότροπ
ο
γενική
του
κακότροπ
ου
της
κακότροπ
ης
του
κακότροπ
ου
αιτιατική
τον
κακότροπ
ο
την
κακότροπ
η
το
κακότροπ
ο
κλητική
κακότροπ
ε
κακότροπ
η
κακότροπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακότροπ
οι
οι
κακότροπ
ες
τα
κακότροπ
α
γενική
των
κακότροπ
ων
των
κακότροπ
ων
των
κακότροπ
ων
αιτιατική
τους
κακότροπ
ους
τις
κακότροπ
ες
τα
κακότροπ
α
κλητική
κακότροπ
οι
κακότροπ
ες
κακότροπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακότροπος
<
ελληνιστική κοινή
κακότροπος
Επίθετο
επεξεργασία
κακότροπος
δύστροπος
,
απότομος
,
ψυχρός
κι
αναίτια
αγενής
· που δεν σέβεται τα κόσμια
ήθη
συναναστροφής
Συγγενικά
επεξεργασία
κακοτροπιά
κακοτροπία
→
δείτε
τις λέξεις
κακός
και
τρόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακότροπος
αγγλικά
:
grumpy
(en)
,
ornery
(en)
,
cantankerous
(en)
γαλλικά
:
impoli
(fr)
,
mal élevé
(fr)
ισπανικά
:
huraño
(es)
,
arisco
(es)
,
hosco
(es)