γρουσούζικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γρουσούζικα < γρουσούζικ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾuˈsu.zi.ka/
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
γρουσούζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γρουσούζικος