poisse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
poisse | poisses |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
poisse (fr) θηλυκό
- (οικείο) η κακοτυχία, η γρουσουζιά
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη malchance
ενικός | πληθυντικός |
poisse | poisses |
poisse (fr) θηλυκό