Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
poisse
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
poisse
poisses
Ουσιαστικό
επεξεργασία
poisse
(fr)
θηλυκό
(
οικείο
) η
κακοτυχία
, η
γρουσουζιά
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
malchance