γκαντέμης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκαντέμης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قدم (τουρκική kadem (πόδι, βήμα, μεταφορικά: καλή τύχη) ειρωνικά, όπως το αντίθετου του με το δεξί (πόδι). Με ηχηροποίηση [k] > [ɡ] από συμπροφορά με το άρθρο (tonkademi > toŋɡadmi > ton ɡademi)[1] < περσική قدم (qadam) < αραβική قَدَم (qadam, στη σημασία πόδι). Λιγότερο πιθανή η σύνδεση με την τουρκική kademsiz (χωρίς (-siz) τύχη). Η συσχέτιση με την αγγλική goddamn (κατάρα!), goddamned (θεοκατάρατος) είναι παρετυμολογική. [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡaˈde.mis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐ντέ‐μης
Ουσιαστικό
γκαντέμης αρσενικό (θηλυκό γκαντέμισσα, γκαντέμω ή γκαντέμα)
- αυτός που προκαλεί κακή τύχη στους γύρω του
- αυτός που δεν έχει τύχη, που όλα « του έρχονται στραβά »
Άλλες μορφές
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γκαντέμης
|
Αναφορές
- ↑ γκαντέμης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.