γκαντέμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκαντέμα < γκαντέμης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκαντέμα θηλυκό
- η άτυχη, που την βρίσκουν αναποδιές, αλλά που συχνά γκαντεμιάζει και τους άλλους, τους φέρνει κακοτυχία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γκαντέμα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγκαντέμα